16 Ιουλίου 2012

"Δείγματα γραφής"...

Του Ι. Μ. Κονιδάρη

Οι επάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις είναι προφανές ότι το μόνο στο οποίο δεν συνέβαλαν ήταν στην επίλυση οιουδήποτε προβλήματος. Αντιθέτως επέτειναν τις αρρυθμίες της δημόσιας διοικήσεως και επιδείνωσαν την ήδη οικτρή οικονομική κατάσταση της χώρας.
Μεταξύ των ζητημάτων που εκκρεμούν, χρονίζουν και επιδεινώνονται καταλέγονται και τα λεγόμενα «εκκλησιαστικά ζητήματα». Με τον όρο αυτόν συνήθως δηλώνεται η δέσμη θεμάτων που...

έχουν να κάνουν με όλες τις θρησκευτικές κοινότητες και τη σχέση τους με την Πολιτεία, και μάλιστα όχι μόνο μέσα στην ελληνική επικράτεια, αλλά και εκτός αυτής.

Δύο παραδείγματα, από τη δεύτερη ομάδα, για του λόγου το ασφαλές!

Το πρώτο αφορά το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης που εδώ και σαράντα χρόνια παραμένει κλειστή, ενώ τα τελευταία είκοσι έτη ανανεώνονται συνεχώς οι υποσχέσεις τής κατά καιρούς τουρκικής ηγεσίας ότι θα επαναλειτουργήσει... Τελευταίως, όμως, η υπόσχεση αυτή συνδέεται με ανταλλάγματα, λ.χ. την ίδρυση τζαμιού στην Αθήνα ή/και τη λειτουργία σχολείων για την κατάρτιση μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών στις περιοχές εκείνες όπου ζει και ανθίζει η μουσουλμανική μειονότητα, που εξακολουθεί βεβαίως να διατυμπανίζει ότι είναι τουρκική...

Το δεύτερο αναφέρεται στη γειτονική «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», όπου εξακολουθούν οι διώξεις κατά της Ορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, η οποία ανήκει στη σερβική Εκκλησία, με τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδος Ιωάννη να παραμένει φυλακισμένος, υπό άθλιες συνθήκες, με συνεχείς διώξεις κατά ορθόδοξων μοναστηριών, κατά κληρικών και μοναχών, επειδή δεν δέχονται να συνομολογήσουν πίστη στη σχισματική και μη αναγνωρισμένη από καμία ορθόδοξη Εκκλησία αυτοαποκαλούμενη «Μακεδονική Εκκλησία».

Και στα δύο αυτά ζητήματα, οι αντιδράσεις της ελληνικής Πολιτείας είναι ανύπαρκτες. Οι «αρμόδιοι» σιωπούν. Αλλά ποιοι είναι οι αρμόδιοι;
Και αυτό είναι ένα ζήτημα!..

Διότι, ατυχώς, εξακολουθούν τα «θρησκευτικά ζητήματα» να διαμερίζονται μεταξύ του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και εκείνου επί των Εξωτερικών, με προφανή συνέπεια να μην μπορεί να χαραχθεί και να υλοποιηθεί ενιαία εκκλησιαστική πολιτική.

Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας οι συναφείς με τα θέματα εκκρεμότητες συσσωρεύονται.

Τα ζητήματα της εκκλησιαστικής Δικαιοσύνης, του νέου Καταστατικού Χάρτη για την Εκκλησία της Ελλάδος, εκείνου για την ημιαυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης, αλλά και του αντίστοιχου για τις επαρχίες της Δωδεκανήσου, που έχει προετοιμάσει και θέσει υπόψη της ελληνικής Πολιτείας το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έχουν παραπεμφθεί ad calendas graecas.

Το ζήτημα της εκκλησιαστικής περιουσίας παραμένει άλυτο, η Πολιτεία επαινεί και επωφελείται από το, σημαντικό ιδιαιτέρως στην παρούσα οικονομική συγκυρία, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας, αλλά αρνείται ή αδυνατεί να επιτρέψει την αξιοποίηση, κυρίως της ακίνητης, αλλά και της λοιπής, περιουσίας της Εκκλησίας, έτσι ώστε να μπορέσει αυτή να αντιμετωπίσει, μερικώς τουλάχιστον, τις αυξημένες δαπάνες της.

Οι Μονές του Αγιωνύμου Ορους στενάζουν από τα άδικα και καταπιεστικά μέτρα, ιδίως φορολογικού χαρακτήρα, που λαμβάνονται από την Πολιτεία και δεν συμβιβάζονται με την ιδιαίτερη θέση του, όπως αυτή προκύπτει τόσο από το Σύνταγμα της χώρας μας όσο και από τις διεθνείς συνθήκες που η Ελλάδα έχει υπογράψει και κατοχυρώνουν το ιδιάζον καθεστώς του.

Τέλος, τα ζητήματα που έχουν σχέση με το ευρύτερο θέμα της θρησκευτικής ελευθερίας εξακολουθούν να λιμνάζουν. Η ίδρυση τόπων λατρείας γενικώς, όλων των θρησκειών, αλλά και το θέμα της απρόσκοπτης λειτουργίας των επιμέρους θρησκευτικών κοινοτήτων εξακολουθούν να παραμένουν ανοικτά και ζητούν επειγόντως την αντιμετώπισή τους.

Η ανάγκη να απλοποιηθούν οι διαδικασίες που απαιτούνται για την ίδρυση τόπων λατρείας είναι επιτακτική και επείγουσα. Το ίδιο ισχύει και για την καθιέρωση ενός νέου συστήματος για την κατάστρωση των θρησκευτικών κοινοτήτων, που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας, προκειμένου να είναι ευχερής τόσο η αδειοδότηση όσο και ο έλεγχός τους.

Διαζωγραφίστηκαν, με την επιβαλλόμενη συντομία και άρα ελλειπτικότητα, τα σημαντικότερα από τα θέματα που ανήκουν στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων της Πολιτείας με τις θρησκευτικής κοινότητες συνολικώς και έχουν ανάγκη άμεσης αντιμετωπίσεως από τη νέα κυβέρνηση.
Βέβαια, στην παρούσα συγκυρία, ίσως, το τελευταίο με το οποίο θα σκεφτόταν να ασχοληθεί κάποιος στην κυβέρνηση είναι τα «εκκλησιαστικά ζητήματα». Τούτο θα αποτελούσε σοβαρό λάθος. Απαιτούνται δείγματα γραφής.

Σε όλους τους τομείς της κυβερνητικής δραστηριότητας.
Κάθε καθυστέρηση στην αντιμετώπιση των πάσης φύσεως προβλημάτων που εκκρεμούν δεν είναι προς όφελος της εμπεδώσεως της εμπιστοσύνης του πολίτη. Τούτο δε ισχύει πολύ περισσότερο για τα ζητήματα εκείνα όπου δεν είναι φανερό ότι η τριτοκομματική κυβέρνηση, που προέκυψε από τις εκλογές, μπορεί να βρει εύκολα κοινό βηματισμό.

Αλλωστε, ακόμη και αν τα προβλήματα αυτά δεν θεωρηθούν στην παρούσα συγκυρία μείζονα ή σημαντικά, πράγμα που δεν είναι ούτε αληθές ούτε ακριβές, ας μη λησμονείται ότι και από μικρά και ασήμαντα μπορεί να συναχθούν γενικότερα συμπεράσματα.
Εξ όνυχος τον λέοντα!

Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου